- Ζωστῆρας
- Ζωστήρa warrior's beltmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ζωστήρας — ο (AM ζωστήρ) 1. η ζώνη που περιβάλλει τη μέση, το ζωνάρι 2. καθετί που περιβάλλει σαν ζώνη κάτι άλλο 3. φρ. ιατρ. «ζωστήρας ή έρπης ζωστήρας» εξάνθημα τού δέρματος, είδος φυσαλλώδους δερματικής εκθύσεως νεοελλ. 1. η στρατιωτική ζώνη από την… … Dictionary of Greek
ζωστήρας — ο ζώνη κυρίως στρατιωτική … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζωστῆρας — ζωστήρ a warrior s belt masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έρπης — Ιογενής πάθηση του δέρματος και των βλεννογόνων, που χαρακτηρίζεται από φυσαλιδώδες εξάνθημα. Διακρίνεται στον απλό έ. και στον έ. ζωστήρα. Ο απλός έ. είναι ιδιαίτερα συχνή νόσος, που προσβάλλει κατά προτίμηση τις περιοχές γύρω από το στόμα, τη… … Dictionary of Greek
ζωστήριος — ζωστήριος, ία, ον (Α) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Ζωστήρα, ακρωτήριο τής Αττικής 2. (το θηλ. ως προσωνυμία) Ζωστηρία επίθετο τής θεάς Αθηνάς 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ζωστήριον ο ζωστήρας. [ΕΤΥΜΟΛ. Με τις σημ. 1 και 2 < Ζωστήρ με τη σημ … Dictionary of Greek
ζώνη — Λωρίδα από ύφασμα, δέρμα, μέταλλο ή άλλο εύκαμπτο υλικό, που χρησιμεύει για να συγκρατεί στη μέση τα ενδύματα. Οι ζ., οι οποίες χρονολογούνται από την εποχή του χαλκού, ήταν ασφαλώς ένα από τα πρώτα στοιχεία ενδυμασίας που επινόησαν οι άνθρωποι.… … Dictionary of Greek
υπόζωμα — το / ὑπόζωμα, ΝΑ [ὑποζώννυμι] 1. ζωολ. (στα έντομα) εντομή που διαχωρίζει τον θώρακα από την κοιλία 2. ναυτ. ζωστήρας από χοντρό σχοινί που περιβάλλει κατά μήκος το πλοίο και συγκρατεί τις σανίδες στον σκελετό του, αλλ. υπόζωσμα νεοελλ. ναυτ.… … Dictionary of Greek
άορ — ἄορ κ. ἆορ, το (Α) 1. εγχειρίδιο ή ξίφος κρεμασμένο από τη ζώνη 2. ξίφος 3. κάθε όπλο 4. φρ. «ἄορ τριγλώχιν» τρίαινα (Καλλίμαχος). [ΕΤΥΜΟΛ. < αείρω αρχ. σημασία «ζωστήρας όπλου». Το ο του θεμ. αποτελεί συνεσταλμένη μεταπτωτική βαθμίδα της… … Dictionary of Greek
ανεμοβλογιά — Λοιμώδης νόσος που μεταδίδεται με μεγάλη ευκολία από τον πάσχοντα μέσω των σταγονιδίων που βγαίνουν από το στόμα του και η οποία οφείλεται σε ιό. Ο ίδιος ιός προκαλεί και τον έρπητα ζωστήρα, με τη διαφορά ότι η α. εμφανίζεται συνήθως στην παιδική … Dictionary of Greek
εξάρτυση — η (Α ἐξάρτυσις) [εξαρτύω] νεοελλ. το σύνολο τών ατομικών αντικειμένων που κουβαλά κατά την πορεία ο στρατιώτης με στολή εκστρατείας, εκτός από το όπλο του, δηλ. ο γυλιός με το περιεχόμενό του, ο ζωστήρας, οι φυσιγγιοθήκες, το σακίδιο τών τροφίμων … Dictionary of Greek